- βιοτεχνικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βιοτεχνία και στο βιοτέχνη: Τα βιοτεχνικά είδη όλο και λιγοστεύουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.